- λιομαζώχτρα
- ηγυναίκα που μαζεύει τις ελιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιο-(II)* + μαζώχτρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιομαζώχτρα — η η εργάτρια που μαζεύει τις ελιές: Οι λιομαζώχτρες δούλευαν και τραγουδούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… … Dictionary of Greek